- ἐμφαίνουσα
- ἐμφαίνωexhibitpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμφαινούσας — ἐμφαινούσᾱς , ἐμφαίνω exhibit pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐμφαινούσᾱς , ἐμφαίνω exhibit pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… … Dictionary of Greek